στορίζω

στορίζω
και στορώ, -άω και -έω, Ν
βλ. ιστορίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιστορίζω — (Μ ἱστορίζω και στορίζω) 1. ζωγραφίζω, διακοσμώ 2. απεικονίζω, αναπαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ιστορώ πιθ. κατ επίδραση τού ζωγραφίζω (< ζωγραφώ < ζωγράφος). Ο τ. στορίζω προήλθε με σίγηση τού αρκτικού άτονου [i ] (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”